- συναγωνιῶντας
- συναγωνιάωshare in anxietypres part act masc acc plσυναγωνιάωshare in anxietypres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναγωνιώ — συναγωνιῶ, άω, Α [ἀγωνιῶ] αγωνιώ μαζί με κάποιον («αὐτὸν δὲ καὶ τοὺς φίλους συναγωνιῶντας», Πλούτ.) αρχ. βοηθώ στον αγώνα, συναγωνίζομαι … Dictionary of Greek